Οι λέξεις μέσα σε αγκύλες ([ ]) είναι δική μας προσθήκη για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:

«Ἐκεῖνα πού έχουν ορισθεί [ἀπό τούς προηγούμενους Ἱερούς Κανόνες, δηλ. τόν 13ο καί 14ο τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου] γιά πρεσβυτέρους, ἐπισκόπους καὶ μητροπολίτες, πολύ περισσότερο ἰσχύουν καί γιά τούς Πατριάρχες. Ὥστε, ὅποιος πρεσβύτερος  ἤ ἐπίσκοπος ἤ μητροπολίτης τολμήσει νά σταματήσει τήν [ἐκκλησιαστική] κοινωνία μέ τόν πατριάρχη στόν ὁποῖο ὑπόκειται καί δέν τόν μνημονεύει ὀνομαστικῶς ὅπως εἶναι ὁρισμένο καί διατεταγμένο στήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας―, ἀλλά κάνει σχίσμα πρίν ἀπό τη συνοδική απόφανση καί ὁριστική του καταδίκη [ἐννοεῖ τοῦ  Πατριάρχη], αὐτόν [τόν κληρικό] ὅρισε ἡ ἁγία Σύνοδος [δηλ. ἐκείνη πού νομοθετεῖ τά παρόντα, ἡ Πρωτοδευτέρα ἐπί Μ. Φωτίου] νά μήν ἱερουργεῖ καθόλου, ἐφ’ ὅσον [πρώτα] ἐλεγχθεῖ ἄν ὄντως παρανόμησε. Καί, βέβαια, αὐτά ἔχουν μέν ὁρισθεῖ καί θεσμοθετηθεῖ γιά ἐκείνους [τούς κληρικούς] πού βρίσκουν πρόφαση νά διακόψουν την κοινωνία γιά κάποια παραπτώματα [δηλ. προσωπικά ἁμαρτήματα] πού ἐγκαλοῦνται οἱ δικοί τους Πρόεδροι [δηλ. οἱ πνευματικοί τους προϊστάμενοι], προκαλώντας σχίσμα καί διασπώντας τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐκεῖνοι ὅμως [οἱ κληρικοί] πού ἐξ αἰτίας κάποιας αἱρέσεως ―καταδικασμένης ἀπό  Ἃγιες Συνόδους ἤ Πατέρες― διέκοψαν τήν [ἐκκλησιαστική] κοινωνία μέ τόν Πρόεδρό τους [δηλ. τον πνευματικό τους προϊστάμενο], ἐπειδή ἐκεῖνος κήρυττε τήν αἵρεση δημόσια καί ἀπροκάλυπτα, αὐτοί λοιπόν ὄχι μόνο δέν ὑπόκεινται σέ Κανονικό ἐπιτίμιο ―ἀποτειχιζόμενοι ἀπό τόν, κατ’ ὄνομα, ἐπίσκοπο καί πρίν ἀπό τή συνοδική ἀπόφαση [πού θά τόν καταδικάσει]―, ἀλλά καί πρέπει, από τους Ορθοδόξους, νά τούς ἀποδοθεῖ ἡ τιμή πού τούς ἀξίζει! Διότι δέν ἐναντιώθηκαν σέ ἐπισκόπους [ὅπως τούς θέλει ὁ Χριστός] ἀλλά σέ ψευδεπισκόπους καί σέ ψευδοδιδασκάλους! [Κι ὄχι μόνο] δέν κατατεμάχισαν μέ σχίσμα τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά, [ἀντιθέτως], προφύλαξαν τήν Ἐκκλησία ἀπό σχίσματα»

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ:

“Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι’ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι”.